Κλήμης

Κλήμης
Κλήμης, εντος, ὁ Clement (the Gk. form of this Lat. name [Clemens] is found e.g. Philostrat., Vi. Soph. 2, 27, 2; Jos., Ant. 19, 37–47; OGI 207, 1; 574, 9; POxy 241, 1; 340; Sb 4613; 8089, 1 [beg. II A.D.]).
a member of the church at Philippi, honored by Paul w. the title ‘co-worker’ (a Clement of Philippi is mentioned CIL III 633) Phil 4:3.
a member of the church at Rome, in charge of relations w. other churches Hv 2, 4, 3, sometimes Identified w. 1, though without sufficient reason. The pers. meant is certainly the author of 1 Cl; he is named in the subscr. of that letter; also subscr. of 2 Cl., and tradition from the middle of the second cent. recognizes him as the third bishop of Rome.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κλήμης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλήμης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος. Ήταν επίσκοπος Σάρδεων. Από τον Απόστολο Παύλο αναφέρεται στην Προς Φιλιππησίους δ’ 3 επιστολή, ως ο πρώτος εθνικός που έγινε χριστιανός. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κλήμης ο Αλεξανδρεύς — (Τίτος Φλάβιος Κλήμης, Αθήνα 150; – Μικρά Ασία 215; μ.Χ.). Πατέρας της χριστιανικής Εκκλησίας. Σε νεαρή ηλικία έγινε χριστιανός και ταξίδεψε για μεγάλο διάστημα προκειμένου να σπουδάσει. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου στους κόλπους… …   Dictionary of Greek

  • Κλήμης, Στέφανος — (Κάλυμνος ; – Αθήνα 1887). Λόγιος μουσικός. Εργάστηκε στην Αθήνα, όπου δημοσίευσε μελέτες σε διάφορες καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες. Από τις εργασίες του διακρίνονται Η ελληνική μουσική και η μελετωμένη εν Κωνσταντινουπόλει μεταρρύθμισις αυτής …   Dictionary of Greek

  • Προυδέντιος Κλήμης, Αυρήλιος — (Aurelius Prudentius Clemens, Ισπανία Ταρακονένσε περ. 348 – ; μετά το 405). Λατίνος χριστιανός ποιητής. Έγραψε μερικά διδακτικά έργα με χαρακτήρα αλληγορικό (Ψυχομαχία), καθώς και απολογητικά (Κατά του Συμμάχου) ή πολεμικά ενάντια ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • Κλῆμα — Κλήμης masc voc sg Κλήμης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλῆμαν — Κλήμης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλήμη — Κλήμης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КЛИМЕНТ АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ —     КЛИМЕНТ АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ (Κλήμης) (ок. 150 после 215 н. э), видный представитель греческой патристики, сыгравший значительную роль в усвоении христианством античного философского наследия.     Полное имя Тит Флавий Климент (Τίτος Φλαύιος… …   Античная философия

  • Αβινιόν — (Avignon).Πόλη (88.000 κάτ. τo 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Βοκλίζ, στην αριστερή όχθη του Ροδανού. Η ιδιαίτερη σημασία που κατέχει στην ιστορία ως έδρα των παπών και η γεωγραφική της θέση την κατέστησαν σημείο συνάντησης των… …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”